ινομύωμα

ινομύωμα
το, -ατος
νεόπλασμα από ινώδη ιστό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ινομύωμα — το καλοήθης όγκος που αποτελείται συγχρόνως από ινώδη και μυϊκό ιστό, συνήθως στη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibromyome < fibro < fibre «ίνα» + myome (πρβλ. μύωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργ.… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • ίνωμα — Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορραγία — Η υπερβολική αύξηση, συνήθως από παθολογικά αίτια, του αίματος της εμμηνορρυσίας, καθώς και η επιμήκυνση του χρόνου της διάρκειάς της. Συνήθως οφείλεται σε ινομύωμα της μήτρας, αλλά και σε άλλες γενικές ή τοπικές παθολογικές καταστάσεις, όπως η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”